υαλόφρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υαλόφρακτος | η | υαλόφρακτη | το | υαλόφρακτο |
| γενική | του | υαλόφρακτου | της | υαλόφρακτης | του | υαλόφρακτου |
| αιτιατική | τον | υαλόφρακτο | την | υαλόφρακτη | το | υαλόφρακτο |
| κλητική | υαλόφρακτε | υαλόφρακτη | υαλόφρακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υαλόφρακτοι | οι | υαλόφρακτες | τα | υαλόφρακτα |
| γενική | των | υαλόφρακτων | των | υαλόφρακτων | των | υαλόφρακτων |
| αιτιατική | τους | υαλόφρακτους | τις | υαλόφρακτες | τα | υαλόφρακτα |
| κλητική | υαλόφρακτοι | υαλόφρακτες | υαλόφρακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
υαλόφρακτος, -η, -ο
- που περιβάλλεται ή καλύπτεται από υαλοπίνακες, από τζάμια
- (ουσιαστικοποιημένο) υαλόφρακτο: τζαμαρία, τζαμωτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.