υαλομέταξα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υαλομέταξα οι υαλομέταξες
      γενική της υαλομέταξας των υαλομεταξών
    αιτιατική την υαλομέταξα τις υαλομέταξες
     κλητική υαλομέταξα υαλομέταξες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλομέταξα < ύαλ(ος) + -ο- + μέταξα (απόδοση για τη γαλλική soie de verre)[1]

Ουσιαστικό

υαλομέταξα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.