υαλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλικός η υαλική το υαλικό
      γενική του υαλικού της υαλικής του υαλικού
    αιτιατική τον υαλικό την υαλική το υαλικό
     κλητική υαλικέ υαλική υαλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλικοί οι υαλικές τα υαλικά
      γενική των υαλικών των υαλικών των υαλικών
    αιτιατική τους υαλικούς τις υαλικές τα υαλικά
     κλητική υαλικοί υαλικές υαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υαλικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑαλικός < ὕαλ(ος) + -ικός

Επίθετο

υαλικός, -ή, -ό

  1. (παρωχημένο, λόγιο) γυάλινος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα υαλικά (ουδέτερο, πληθυντικός)

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • υαλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υαλο- στο Βικιλεξικό
  •  δείτε τη λέξη γυαλί

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.