υαλογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υαλογραφία οι υαλογραφίες
      γενική της υαλογραφίας των υαλογραφιών
    αιτιατική την υαλογραφία τις υαλογραφίες
     κλητική υαλογραφία υαλογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographie < αρχαία ελληνική ὕαλος + γράφω

Ουσιαστικό

υαλογραφία θηλυκό

  1. η τέχνη της σύνθεσης υαλογραφημάτων
  2. η διακόσμηση επιφανειών με υαλογραφήματα
  3. (συνεκδοχικά) το ίδιο το υαλογράφημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.