υαλουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υαλουργία οι υαλουργίες
      γενική της υαλουργίας των υαλουργιών
    αιτιατική την υαλουργία τις υαλουργίες
     κλητική υαλουργία υαλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλουργία < υαλουργός + -ία

Ουσιαστικό

υαλουργία θηλυκό

  1. το να κατασκευάζει κάποιος διάφορα πράγματα από γυαλί
  2. υαλουργείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.