υαλοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υαλοπωλείο τα υαλοπωλεία
      γενική του υαλοπωλείου των υαλοπωλείων
    αιτιατική το υαλοπωλείο τα υαλοπωλεία
     κλητική υαλοπωλείο υαλοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοπωλείο < (καθαρεύουσα) ὑαλοπωλεῖον. Αναλύεται σε υαλο- + -πωλείο

Ουσιαστικό

υαλοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.