υαλογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υαλογράφος οι υαλογράφοι
      γενική του/της υαλογράφου των υαλογράφων
    αιτιατική τον/την υαλογράφο τους/τις υαλογράφους
     κλητική υαλογράφε υαλογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographe < αρχαία ελληνική ὕαλος υαλο- + -γράφος

Ουσιαστικό

υαλογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. καλλιτέχνης ειδικευμένος στην υαλογραφία
  2. (μόνο το αρσενικό) εργαλείο που επιτρέπει τη μεταφορά και τη σχεδίαση σχεδίων στο γυαλί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.