υαλογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υαλογραφώ < υαλογραφία + -ώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographie < αρχαία ελληνική ὕαλος + γράφω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υαλογραφία, ύαλος και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υαλογραφώ | υαλογραφούσα | θα υαλογραφώ | να υαλογραφώ | υαλογραφώντας | |
| β' ενικ. | υαλογραφείς | υαλογραφούσες | θα υαλογραφείς | να υαλογραφείς | (υαλογράφει) | |
| γ' ενικ. | υαλογραφεί | υαλογραφούσε | θα υαλογραφεί | να υαλογραφεί | ||
| α' πληθ. | υαλογραφούμε | υαλογραφούσαμε | θα υαλογραφούμε | να υαλογραφούμε | ||
| β' πληθ. | υαλογραφείτε | υαλογραφούσατε | θα υαλογραφείτε | να υαλογραφείτε | υαλογραφείτε | |
| γ' πληθ. | υαλογραφούν(ε) | υαλογραφούσαν(ε) | θα υαλογραφούν(ε) | να υαλογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υαλογράφησα | θα υαλογραφήσω | να υαλογραφήσω | υαλογραφήσει | ||
| β' ενικ. | υαλογράφησες | θα υαλογραφήσεις | να υαλογραφήσεις | υαλογράφησε | ||
| γ' ενικ. | υαλογράφησε | θα υαλογραφήσει | να υαλογραφήσει | |||
| α' πληθ. | υαλογραφήσαμε | θα υαλογραφήσουμε | να υαλογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | υαλογραφήσατε | θα υαλογραφήσετε | να υαλογραφήσετε | υαλογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | υαλογράφησαν υαλογραφήσαν(ε) |
θα υαλογραφήσουν(ε) | να υαλογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υαλογραφήσει | είχα υαλογραφήσει | θα έχω υαλογραφήσει | να έχω υαλογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υαλογραφήσει | είχες υαλογραφήσει | θα έχεις υαλογραφήσει | να έχεις υαλογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υαλογραφήσει | είχε υαλογραφήσει | θα έχει υαλογραφήσει | να έχει υαλογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υαλογραφήσει | είχαμε υαλογραφήσει | θα έχουμε υαλογραφήσει | να έχουμε υαλογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υαλογραφήσει | είχατε υαλογραφήσει | θα έχετε υαλογραφήσει | να έχετε υαλογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υαλογραφήσει | είχαν υαλογραφήσει | θα έχουν υαλογραφήσει | να έχουν υαλογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
υαλογραφώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.