ὕελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὕελος | αἱ | ὕελοι |
| γενική | τῆς | ὑέλου | τῶν | ὑέλων |
| δοτική | τῇ | ὑέλῳ | ταῖς | ὑέλοις |
| αιτιατική | τὴν | ὕελον | τὰς | ὑέλους |
| κλητική ὦ! | ὕελε | ὕελοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑέλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑέλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὕελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)
Πηγές
- ὕαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.