ὕαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕαλος αἱ ὕαλοι
      γενική τῆς ὑάλου τῶν ὑάλων
      δοτική τῇ ὑάλ ταῖς ὑάλοις
    αιτιατική τὴν ὕαλον τὰς ὑάλους
     κλητική ! ὕαλε ὕαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑάλω
γεν-δοτ τοῖν  ὑάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὕαλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)

Ουσιαστικό

ὕαλος θηλυκό

  1. ορυκτό που οι αρχαίοι Έλληνες εισήγαγαν από την Αίγυπτο με κρυσταλλική δομή και που το χρησιμοποιούσαν ως φακό για να εστιάζουν τις ακτίνες του ήλιου και να ανάβουν φωτιά
    λίθος διαφανὴς ἀφ᾽ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι
  2. ύαλος, όπως νοείται και στη νεοελληνική, το γυαλί
    τό τε περὶ τὴν ὕαλον γένος (το όλο είδος που ξέρουμε ως γυαλί)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.