υαλοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υαλοστάσιο τα υαλοστάσια
      γενική του υαλοστάσιου
& υαλοστασίου
των υαλοστάσιων
& υαλοστασίων
    αιτιατική το υαλοστάσιο τα υαλοστάσια
     κλητική υαλοστάσιο υαλοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοστάσιο < ύαλος + -ο- + -στάσιο

Ουσιαστικό

υαλοστάσιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.