υαλοκαθαριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υαλοκαθαριστήρας | οι | υαλοκαθαριστήρες |
| γενική | του | υαλοκαθαριστήρα | των | υαλοκαθαριστήρων |
| αιτιατική | τον | υαλοκαθαριστήρα | τους | υαλοκαθαριστήρες |
| κλητική | υαλοκαθαριστήρα | υαλοκαθαριστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υαλοκαθαριστήρας < ύαλος + -ο- + καθαριστήρας
Ουσιαστικό
υαλοκαθαριστήρας αρσενικό
- το μηχανικό εξάρτημα του αυτοκινήτου που απομακρύνει το νερό της βροχής από το παρμπρίζ
Μεταφράσεις
υαλοκαθαριστήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
