υαλοφυσητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοφυσητής οι υαλοφυσητές
      γενική του υαλοφυσητή των υαλοφυσητών
    αιτιατική τον υαλοφυσητή τους υαλοφυσητές
     κλητική υαλοφυσητή υαλοφυσητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοφυσητής < ύαλος + φυσητής

Ουσιαστικό

υαλοφυσητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.