υαλουργείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υαλουργείο | τα | υαλουργεία |
| γενική | του | υαλουργείου | των | υαλουργείων |
| αιτιατική | το | υαλουργείο | τα | υαλουργεία |
| κλητική | υαλουργείο | υαλουργεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υαλουργείο < ελληνιστική κοινή ὑαλουργεῖον < αρχαία ελληνική ὕαλος + ἔργον
Μεταφράσεις
υαλουργείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.