υαλικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υαλικό | τα | υαλικά |
| γενική | του | υαλικού | των | υαλικών |
| αιτιατική | το | υαλικό | τα | υαλικά |
| κλητική | υαλικό | υαλικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.