υαλογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλογραφικός η υαλογραφική το υαλογραφικό
      γενική του υαλογραφικού της υαλογραφικής του υαλογραφικού
    αιτιατική τον υαλογραφικό την υαλογραφική το υαλογραφικό
     κλητική υαλογραφικέ υαλογραφική υαλογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλογραφικοί οι υαλογραφικές τα υαλογραφικά
      γενική των υαλογραφικών των υαλογραφικών των υαλογραφικών
    αιτιατική τους υαλογραφικούς τις υαλογραφικές τα υαλογραφικά
     κλητική υαλογραφικοί υαλογραφικές υαλογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υαλογραφικός < υαλογραφία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographie < αρχαία ελληνική ὕαλος + γράφω

Επίθετο

υαλογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.