υαλοπίνακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοπίνακας οι υαλοπίνακες
      γενική του υαλοπίνακα των υαλοπινάκων
    αιτιατική τον υαλοπίνακα τους υαλοπίνακες
     κλητική υαλοπίνακα υαλοπίνακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοπίνακας < υαλο- + πίνακας

Ουσιαστικό

υαλοπίνακας αρσενικό

στον προϋπολογισμό του σχολείου προβλέπεται κάθε χρόνο ένα ποσόν για αντικατάσταση υαλοπινάκων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.