υαλοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοπώλης οι υαλοπώλες
      γενική του υαλοπώλη των υαλοπωλών
    αιτιατική τον υαλοπώλη τους υαλοπώλες
     κλητική υαλοπώλη υαλοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοπώλης < ύαλ(ος) + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

υαλοπώλης αρσενικό (θηλυκό υαλοπώλισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.