υαλωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλωτός η υαλωτή το υαλωτό
      γενική του υαλωτού της υαλωτής του υαλωτού
    αιτιατική τον υαλωτό την υαλωτή το υαλωτό
     κλητική υαλωτέ υαλωτή υαλωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλωτοί οι υαλωτές τα υαλωτά
      γενική των υαλωτών των υαλωτών των υαλωτών
    αιτιατική τους υαλωτούς τις υαλωτές τα υαλωτά
     κλητική υαλωτοί υαλωτές υαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υαλωτός < ύαλος + -ωτός

Επίθετο

υαλωτός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) γυάλινος
  2. (λόγιο) που αποτελείται από τζάμι ή υαλοπίνακες
     συνώνυμα: τζαμωτός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) υαλωτό: υαλοστάσιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.