φημισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φημισμένος η φημισμένη το φημισμένο
      γενική του φημισμένου της φημισμένης του φημισμένου
    αιτιατική τον φημισμένο τη φημισμένη το φημισμένο
     κλητική φημισμένε φημισμένη φημισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φημισμένοι οι φημισμένες τα φημισμένα
      γενική των φημισμένων των φημισμένων των φημισμένων
    αιτιατική τους φημισμένους τις φημισμένες τα φημισμένα
     κλητική φημισμένοι φημισμένες φημισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φημισμένος: μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος φημίζομαι < αρχαία ελληνική φημίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fameux[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.miˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φημισμένος

Μετοχή

φημισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.