φουμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φουμισμένος | η | φουμισμένη | το | φουμισμένο |
| γενική | του | φουμισμένου | της | φουμισμένης | του | φουμισμένου |
| αιτιατική | τον | φουμισμένο | τη | φουμισμένη | το | φουμισμένο |
| κλητική | φουμισμένε | φουμισμένη | φουμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φουμισμένοι | οι | φουμισμένες | τα | φουμισμένα |
| γενική | των | φουμισμένων | των | φουμισμένων | των | φουμισμένων |
| αιτιατική | τους | φουμισμένους | τις | φουμισμένες | τα | φουμισμένα |
| κλητική | φουμισμένοι | φουμισμένες | φουμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φουμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουμίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /fu.miˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐μι‐σμέ‐νος
Μετοχή
φουμισμένος, -η, -ο
- (δημοτική) άλλη μορφή του φημισμένος
- ※ Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά, λόγος τέταρτος, στίχοι 119-122 greek-language.gr
Κι από τη Λακοδαιμονιά, τη φουμισμένη ακόμα,
πὄχει τους πύργους, τα καλά τειχιά με το χορήγι,
κι από τις καστροφύλαχτες τέσσερις πολιτείες
της Κόρθος, του Άργους, του Αναπλιού, της Μονεβάσιας, άντρες
- ※ Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά, λόγος τέταρτος, στίχοι 119-122 greek-language.gr
Μεταφράσεις
φουμισμένος
|
Πηγές
- «φουμίζω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.