θρυλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θρυλικός | η | θρυλική | το | θρυλικό |
| γενική | του | θρυλικού | της | θρυλικής | του | θρυλικού |
| αιτιατική | τον | θρυλικό | τη | θρυλική | το | θρυλικό |
| κλητική | θρυλικέ | θρυλική | θρυλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θρυλικοί | οι | θρυλικές | τα | θρυλικά |
| γενική | των | θρυλικών | των | θρυλικών | των | θρυλικών |
| αιτιατική | τους | θρυλικούς | τις | θρυλικές | τα | θρυλικά |
| κλητική | θρυλικοί | θρυλικές | θρυλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θρυλικός < θρύλος
Επίθετο
θρυλικός -ή -ό
Μεταφράσεις
θρυλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.