ξακουστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξακουστός | η | ξακουστή | το | ξακουστό |
| γενική | του | ξακουστού | της | ξακουστής | του | ξακουστού |
| αιτιατική | τον | ξακουστό | την | ξακουστή | το | ξακουστό |
| κλητική | ξακουστέ | ξακουστή | ξακουστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξακουστοί | οι | ξακουστές | τα | ξακουστά |
| γενική | των | ξακουστών | των | ξακουστών | των | ξακουστών |
| αιτιατική | τους | ξακουστούς | τις | ξακουστές | τα | ξακουστά |
| κλητική | ξακουστοί | ξακουστές | ξακουστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξακουστός < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) ἐξάκουστος < αρχαία ελληνική ἐξακούω (ακούω από μακριά) < ἐξ και ἀκούω
Επίθετο
ξακουστός, -ή, -ό
- γνωστός από πάρα πολλούς ανθρώπους
- Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης "Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ;" (Ιλιάδα, απόδοση Αλεξανδρος Πάλλης)
Ταυτόσημο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.