άγνωστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγνωστος η άγνωστη το άγνωστο
      γενική του άγνωστου της άγνωστης του άγνωστου
    αιτιατική τον άγνωστο την άγνωστη το άγνωστο
     κλητική άγνωστε άγνωστη άγνωστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγνωστοι οι άγνωστες τα άγνωστα
      γενική των άγνωστων των άγνωστων των άγνωστων
    αιτιατική τους άγνωστους τις άγνωστες τα άγνωστα
     κλητική άγνωστοι άγνωστες άγνωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άγνωστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγνωστος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + γνωστός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɣno.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγνωστος

Επίθετο

άγνωστος, -η, -ο

  1. που δεν είναι γνωστός
  2. (νομικός όρος) διάδικος ή μάρτυς αγνώστου διαμονής, ή διαθέτης ή κληρονόμος αγνώστων στοιχείων
  3. (ανακριτική) οποιοδήποτε άτομο όπου η εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητάς του καθίσταται αδύνατη

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γνωρίζω

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

άγνωστος αρσενικό, άγνωστη θηλυκό

  • κάποιος άνθρωπος που δεν τον γνωρίζουμε· ένας ξένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.