κοσμοξάκουστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμοξάκουστος | η | κοσμοξάκουστη | το | κοσμοξάκουστο |
| γενική | του | κοσμοξάκουστου | της | κοσμοξάκουστης | του | κοσμοξάκουστου |
| αιτιατική | τον | κοσμοξάκουστο | την | κοσμοξάκουστη | το | κοσμοξάκουστο |
| κλητική | κοσμοξάκουστε | κοσμοξάκουστη | κοσμοξάκουστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμοξάκουστοι | οι | κοσμοξάκουστες | τα | κοσμοξάκουστα |
| γενική | των | κοσμοξάκουστων | των | κοσμοξάκουστων | των | κοσμοξάκουστων |
| αιτιατική | τους | κοσμοξάκουστους | τις | κοσμοξάκουστες | τα | κοσμοξάκουστα |
| κλητική | κοσμοξάκουστοι | κοσμοξάκουστες | κοσμοξάκουστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμοξάκουστος < κοσμο- + ξακουστός με οπισθοχώρηση του τόνου
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.zmoˈksa.ku.stos/
- κοσμοξακουστός, -ή, -ό
Συνώνυμα
- διάσημος
- κοσμοξακουσμένος
- περιβόητος
- φημισμένος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακούω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.