γνωστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γνωστός | η | γνωστή | το | γνωστό |
| γενική | του | γνωστού | της | γνωστής | του | γνωστού |
| αιτιατική | τον | γνωστό | τη | γνωστή | το | γνωστό |
| κλητική | γνωστέ | γνωστή | γνωστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γνωστοί | οι | γνωστές | τα | γνωστά |
| γενική | των | γνωστών | των | γνωστών | των | γνωστών |
| αιτιατική | τους | γνωστούς | τις | γνωστές | τα | γνωστά |
| κλητική | γνωστοί | γνωστές | γνωστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γνωστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωστός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣnoˈstos/
Επίθετο
γνωστός -ή -ό
- που τον γνωρίζουμε ή τον αναγνωρίζουμε ή θεωρείται συνηθισμένος
- διάσημος, ονομαστός
- (και κακόσημο) διαβόητος
Ουσιαστικό
γνωστός αρσενικό
- κάποιος που τον γνωρίζω καλά ή τον έχω συναντήσει ή μας έχουν συστήσει
- συνάντησα στο δρόμο έναν παλιό γνωστό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γνωστός | ἡ | γνωστή | τὸ | γνωστόν |
| γενική | τοῦ | γνωστοῦ | τῆς | γνωστῆς | τοῦ | γνωστοῦ |
| δοτική | τῷ | γνωστῷ | τῇ | γνωστῇ | τῷ | γνωστῷ |
| αιτιατική | τὸν | γνωστόν | τὴν | γνωστήν | τὸ | γνωστόν |
| κλητική ὦ! | γνωστέ | γνωστή | γνωστόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | γνωστοί | αἱ | γνωσταί | τὰ | γνωστᾰ́ |
| γενική | τῶν | γνωστῶν | τῶν | γνωστῶν | τῶν | γνωστῶν |
| δοτική | τοῖς | γνωστοῖς | ταῖς | γνωσταῖς | τοῖς | γνωστοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | γνωστούς | τὰς | γνωστᾱ́ς | τὰ | γνωστᾰ́ |
| κλητική ὦ! | γνωστοί | γνωσταί | γνωστᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γνωστώ | τὼ | γνωστᾱ́ | τὼ | γνωστώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | γνωστοῖν | τοῖν | γνωσταῖν | τοῖν | γνωστοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- γνωτός (παλαιότερος τύπος, στη σημασία: γνώριμος)
Σύνθετα
- ἄγνωστος
- ἀδιάγνωστος
- ἀκατάγνωστος
- ἀνάγνωστος
- ἀνεπίγνωστος
- ἀπογνώσιμος
- διαγνωστός
- δυσδιάγνωστος
- δύσγνωστος
- ἐπίγνωστος
- εὐανάγνωστος
- εὐδιάγνωστος
- εὐεπίγνωστος
- εὔγνωστος
- εὐκατάγνωστος
- καρδιογνώστης
- καταγνωστικός
- παλίγγνωστος
- πασίγνωστος
- πολύγνωστος
- προγνωστικός
- θεόγνωστος
- Σεβαστόγνωστος
- συγγνωστός
Πηγές
- γνωστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνωστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.