ξακουσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξακουσμένος η ξακουσμένη το ξακουσμένο
      γενική του ξακουσμένου της ξακουσμένης του ξακουσμένου
    αιτιατική τον ξακουσμένο την ξακουσμένη το ξακουσμένο
     κλητική ξακουσμένε ξακουσμένη ξακουσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξακουσμένοι οι ξακουσμένες τα ξακουσμένα
      γενική των ξακουσμένων των ξακουσμένων των ξακουσμένων
    αιτιατική τους ξακουσμένους τις ξακουσμένες τα ξακουσμένα
     κλητική ξακουσμένοι ξακουσμένες ξακουσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξακουσμένος < μεσαιωνική ελληνική ξακουσμένος < ἐξακουσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του αρχαίου ἐξακούω "ακούω απο μακριά"[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ksa.kuˈzme.nos/

Μετοχή

ξακουσμένος, -η, -ο

  • γνωστός σε πάρα πολλούς ανθρώπους
    Ὁ παπᾶς αὐτὸς ἦταν ξακουσμένος γιὰ τὸ μνημονικό του, γιατὶ γνώριζε ἀπ' ἔξω ὅλα τὰ βιβλία τῆς ἐκκλησιᾶς: Βαγγέλιο, Ἀπόστολο, Ψαλτήρι, Χτωήχι, Ρολόγι, Τριῴδι, Πεντηκοστάρι καὶ ὅλα τὰ γράμματα τῶν γιορτῶν, πὤχουν τὰ Μηναῖα. (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο ξενιτεμένος)

Ταυτόσημο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.