φυσιογνωμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυσιογνωμία | οι | φυσιογνωμίες |
| γενική | της | φυσιογνωμίας | των | φυσιογνωμιών |
| αιτιατική | τη | φυσιογνωμία | τις | φυσιογνωμίες |
| κλητική | φυσιογνωμία | φυσιογνωμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυσιογνωμία < αρχαία ελληνική φυσιογνωμονία (κρίνοντας ή μελετώντας τα φυσικά χαρακτηριστικά)
Ουσιαστικό
φυσιογνωμία θηλυκό
- τα χαρακτηριστικά του προσώπου
- (μεταφορικά) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, η εικόνα, ενός φορέα ή οργανισμού
- Προσπαθούν να βελτιώσουν τη φυσιογνωμία της γειτονιάς
- (μεταφορικά) κάποιος που ξεχωρίζει
- Ο Νικόλας Άσιμος υπήρξε φυσιογνωμία στο ελληνικό ροκ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φυσιογνωμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.