άσημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσημος | η | άσημη | το | άσημο |
| γενική | του | άσημου | της | άσημης | του | άσημου |
| αιτιατική | τον | άσημο | την | άσημη | το | άσημο |
| κλητική | άσημε | άσημη | άσημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσημοι | οι | άσημες | τα | άσημα |
| γενική | των | άσημων | των | άσημων | των | άσημων |
| αιτιατική | τους | άσημους | τις | άσημες | τα | άσημα |
| κλητική | άσημοι | άσημες | άσημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσημος < ἄ- στερητικό + → δείτε τη λέξη σῆμα (σήμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ση‐μος
Επίθετο
άσημος, -η, -o
Πηγές
- άσημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άσημος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.