πολυθρύλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυθρύλητος | η | πολυθρύλητη | το | πολυθρύλητο |
| γενική | του | πολυθρύλητου | της | πολυθρύλητης | του | πολυθρύλητου |
| αιτιατική | τον | πολυθρύλητο | την | πολυθρύλητη | το | πολυθρύλητο |
| κλητική | πολυθρύλητε | πολυθρύλητη | πολυθρύλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυθρύλητοι | οι | πολυθρύλητες | τα | πολυθρύλητα |
| γενική | των | πολυθρύλητων | των | πολυθρύλητων | των | πολυθρύλητων |
| αιτιατική | τους | πολυθρύλητους | τις | πολυθρύλητες | τα | πολυθρύλητα |
| κλητική | πολυθρύλητοι | πολυθρύλητες | πολυθρύλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολυθρύλητος, -η, -ο
- που εγκωμιάζεται από πολλούς, του οποίου η ανάμνηση παραμένει ζωντανή και παρουσιάζεται σαν παράδειγμα για τους άλλους
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πολυθρύλητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.