ντίβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντίβα οι ντίβες
      γενική της ντίβας
    αιτιατική την ντίβα τις ντίβες
     κλητική ντίβα ντίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντίβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική diva [1] < λατινική diva, θηλυκό του divus

Ουσιαστικό

ντίβα θηλυκό

  1. διάσημη τραγουδίστρια της όπερας
     δείτε και τη λέξη πριμαντόνα
  2. διάσημη ηθοποιός
     συνώνυμα: σταρ
  3. (κατ’ επέκταση) όμορφη γυναίκα που συμπεριφέρεται σα σταρ, σα ντίβα [2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ντίβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.