σπερματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπερματικός | η | σπερματική | το | σπερματικό |
| γενική | του | σπερματικού | της | σπερματικής | του | σπερματικού |
| αιτιατική | τον | σπερματικό | τη | σπερματική | το | σπερματικό |
| κλητική | σπερματικέ | σπερματική | σπερματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπερματικοί | οι | σπερματικές | τα | σπερματικά |
| γενική | των | σπερματικών | των | σπερματικών | των | σπερματικών |
| αιτιατική | τους | σπερματικούς | τις | σπερματικές | τα | σπερματικά |
| κλητική | σπερματικοί | σπερματικές | σπερματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπερματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπερματικός[1] < σπέρμα, σπερματ- + -ικός
- για τη φιλοσοφική έννοια < η ελληνιστική σημασία της λέξης
Προφορά
- ΔΦΑ : /speɾ.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
σπερματικός, -ή, -ό
Αναφορές
- σπερματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπερματικός | ἡ | σπερματική | τὸ | σπερματικόν |
| γενική | τοῦ | σπερματικοῦ | τῆς | σπερματικῆς | τοῦ | σπερματικοῦ |
| δοτική | τῷ | σπερματικῷ | τῇ | σπερματικῇ | τῷ | σπερματικῷ |
| αιτιατική | τὸν | σπερματικόν | τὴν | σπερματικήν | τὸ | σπερματικόν |
| κλητική ὦ! | σπερματικέ | σπερματική | σπερματικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σπερματικοί | αἱ | σπερματικαί | τὰ | σπερματικᾰ́ |
| γενική | τῶν | σπερματικῶν | τῶν | σπερματικῶν | τῶν | σπερματικῶν |
| δοτική | τοῖς | σπερματικοῖς | ταῖς | σπερματικαῖς | τοῖς | σπερματικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σπερματικούς | τὰς | σπερματικᾱ́ς | τὰ | σπερματικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σπερματικοί | σπερματικαί | σπερματικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπερματικώ | τὼ | σπερματικᾱ́ | τὼ | σπερματικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σπερματικοῖν | τοῖν | σπερματικαῖν | τοῖν | σπερματικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σπερματικός, -ή, -όν
- από σπέρμα, σπερματικός
- (ελληνιστική σημασία , φιλοσοφία) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σπερματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.