σπερματόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπερματόρροια | οι | σπερματόρροιες |
| γενική | της | σπερματόρροιας | των | σπερματορροιών |
| αιτιατική | τη | σπερματόρροια | τις | σπερματόρροιες |
| κλητική | σπερματόρροια | σπερματόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπερματόρροια < σπερματ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σπερματόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή σπέρματος ή εκκρίσεων του προστάτη από την ουρήθρα χωρίς να προηγηθεί σεξουαλικός ερεθισμός
Μεταφράσεις
σπερματόρροια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.