σπερματαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | σπερματαγωγός | το | σπερματαγωγό | ||
| γενική | του/της | σπερματαγωγού | του | σπερματαγωγού | ||
| αιτιατική | τον/τη | σπερματαγωγό | το | σπερματαγωγό | ||
| κλητική | σπερματαγωγέ | σπερματαγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | σπερματαγωγοί | τα | σπερματαγωγά | ||
| γενική | των | σπερματαγωγών | των | σπερματαγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | σπερματαγωγούς | τα | σπερματαγωγά | ||
| κλητική | σπερματαγωγοί | σπερματαγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπερματαγωγός < (σπέρμα) σπερματ- + -αγωγός, πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική spermatic duct[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /speɾ.ma.ta.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐τα‐γω‐γός
Επίθετο
σπερματαγωγός, -ός, -ό
Μεταφράσεις
σπερματαγωγός
|
|
Αναφορές
- σπερματαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.