σπερματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπερματολογικός | η | σπερματολογική | το | σπερματολογικό |
| γενική | του | σπερματολογικού | της | σπερματολογικής | του | σπερματολογικού |
| αιτιατική | τον | σπερματολογικό | τη | σπερματολογική | το | σπερματολογικό |
| κλητική | σπερματολογικέ | σπερματολογική | σπερματολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπερματολογικοί | οι | σπερματολογικές | τα | σπερματολογικά |
| γενική | των | σπερματολογικών | των | σπερματολογικών | των | σπερματολογικών |
| αιτιατική | τους | σπερματολογικούς | τις | σπερματολογικές | τα | σπερματολογικά |
| κλητική | σπερματολογικοί | σπερματολογικές | σπερματολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπερματολογικός < σπερματολογ(ία) + -ικός
Μεταφράσεις
σπερματολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.