σπερματοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπερματοδότης οι σπερματοδότες
      γενική του σπερματοδότη των σπερματοδοτών
    αιτιατική τον σπερματοδότη τους σπερματοδότες
     κλητική σπερματοδότη σπερματοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπερματοδότης < σπερματο- + δότης

Ουσιαστικό

σπερματοδότης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.