σπερματοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερματοκτόνος η σπερματοκτόνος
& σπερματοκτόνα
το σπερματοκτόνο
      γενική του σπερματοκτόνου της σπερματοκτόνου
& σπερματοκτόνας
του σπερματοκτόνου
    αιτιατική τον σπερματοκτόνο τη σπερματοκτόνο
& σπερματοκτόνα
το σπερματοκτόνο
     κλητική σπερματοκτόνε σπερματοκτόνε
& σπερματοκτόνα
σπερματοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματοκτόνοι οι σπερματοκτόνοι
& σπερματοκτόνες
τα σπερματοκτόνα
      γενική των σπερματοκτόνων των σπερματοκτόνων των σπερματοκτόνων
    αιτιατική τους σπερματοκτόνους τις σπερματοκτόνους
& σπερματοκτόνες
τα σπερματοκτόνα
     κλητική σπερματοκτόνοι σπερματοκτόνοι
& σπερματοκτόνες
σπερματοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπερματοκτόνος < σπέρματ(ος) + -ο- + -κτόνος

Επίθετο

σπερματοκτόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.