γενιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενιά οι γενιές
      γενική της γενιάς των γενιών
    αιτιατική τη γενιά τις γενιές
     κλητική γενιά γενιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενιά < αρχαία ελληνική γενεά

Ουσιαστικό

γενιά θηλυκό

  1. το γένος
  2. το σύνολο ανθρώπων της ίδιας ηλικίας σε σχέση με τους προγόνους και τους απογόνους του
    παππούς, πατέρας και εγγονός στην ίδια φωτογραφία· τρεις γενιές μαζί
    η γενιά μας γνώρισε την ανάπτυξη του διαδικτύου
  3. (τέχνη) το σύνολο συγγραφέων, ποιητών κ.λπ. που πρωτοδημοσίευσαν το πρώτο τους έργο την ίδια χρονική περίοδο
    η γενιά του '30

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.