καταγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταγωγή οι καταγωγές
      γενική της καταγωγής των καταγωγών
    αιτιατική την καταγωγή τις καταγωγές
     κλητική καταγωγή καταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταγωγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταγωγή < αρχαία ελληνική καταγωγή (αποβίβαση)[1] < κατάγω < κατά + ἄγω, ἀγωγή

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.ɣoˈʝi/

Ουσιαστικό

καταγωγή θηλυκό

  1. η προέλευση της οικογένειας ενός ατόμου, οι πρόγονοί του, δηλαδή ο τόπος από τον οποίο κατάγονται.
    Ποια είναι η καταγωγή σας; Ο εκ μητρός παππούς μου ήταν Μικρασιάτης και και ο εκ πατρός, Μοραΐτης
    Ποια είναι η καταγωγή σας; Μικρά Ασία! Σμύρνη.
  2. (γενικότερα) η αρχική προέλευση, η αρχική μορφή, οικογένειας, έθνους, φυλής, γλώσσας

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταγωγή αἱ καταγωγαί
      γενική τῆς καταγωγῆς τῶν καταγωγῶν
      δοτική τῇ καταγωγ ταῖς καταγωγαῖς
    αιτιατική τὴν καταγωγήν τὰς καταγωγᾱ́ς
     κλητική ! καταγωγή καταγωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταγωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταγωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταγωγή < αρχαία ελληνική κατάγω < κατα- + ἄγω

Ουσιαστικό

καταγωγή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. κατάβαση
  2. (ναυτικός όρος) ελλιμενισμός, προσέγγιση στο λιμάνι
  3. (συνεκδοχικά) το λιμάνι
  4. η κατάβαση ενός ποταμού, η πλεύση προς το ρεύμα του ποταμού
  5. η πτώση των νερών σ’ έναν καταρράκτη, η κοίτη ενός καταρράκτη
  6. κατάλυμα, διαμονή, πανδοχείο
  7. επιστροφή από εξορία
  8. επαναφορά
  9. τέντωμα
  10. καταγωγή, γενεαλογία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.