𐀟𐀔

Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)

pe
ma

Ετυμολογία

𐀟𐀔 > συγγενή: αρχαία ελληνική σπέρμα λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

𐀟𐀔 (pe-ma)

  • σπέρμα
      Γραφηματικές παραλλαγές όπως pe-mo / pe-ma (σπέρμα) φαίνεται ότι μαρτυρούν την απουσία απόλυτης ομοιογένειας ακόμη και στο εσωτερικό της μυκηναιόφωνης κοινότητας.
    Hodot, René (1942-) (2000). Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. @greeklanguage.gr Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμέλεια Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης et al., σελ. 29-34. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000. Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Μπακαγιάννη.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.