σπερματοζωάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπερματοζωάριο | τα | σπερματοζωάρια |
| γενική | του | σπερματοζωάριου & σπερματοζωαρίου |
των | σπερματοζωάριων & σπερματοζωαρίων |
| αιτιατική | το | σπερματοζωάριο | τα | σπερματοζωάρια |
| κλητική | σπερματοζωάριο | σπερματοζωάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπερματοζωάριο < (καθαρεύουσα) σπερματοζῳάριον (μαρτυρείται από το 1887) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spermatozoaire < αρχαία ελληνική σπέρμα, σπερματο- + ελληνιστική κοινή ζῳάριον, υποκοριστικό < αρχαία ελληνική ζῷον [1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε σπερματο- + ζώ(ο) + -άριο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /speɾ.ma.to.zoˈa.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐το‐ζω‐ά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
σπερματοζωάριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σπερματοζωάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.