σπερματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπερματολογία | οι | σπερματολογίες |
| γενική | της | σπερματολογίας | των | σπερματολογιών |
| αιτιατική | τη | σπερματολογία | τις | σπερματολογίες |
| κλητική | σπερματολογία | σπερματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπερματολογία < σπέρματ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σπερματολογία θηλυκό
- (ιατρική) η μελέτη του ανθρώπινου σπέρματος, συμπεριλαμβανομένης της μορφολογίας, της φυσιολογίας και της λειτουργίας του, μέρος του πεδίου της ανδρολογίας και της αναπαραγωγικής βιολογίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.