σπερματοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερματοθήκη οι σπερματοθήκες
      γενική της σπερματοθήκης των σπερματοθηκών
    αιτιατική τη σπερματοθήκη τις σπερματοθήκες
     κλητική σπερματοθήκη σπερματοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπερματοθήκη < σπέρματ(ος) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

σπερματοθήκη θηλυκό

  • (βοτανική) τμήμα φυτού στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα
  • (βιολογία) μέρος του σώματος ζώων (π.χ. θηλυκών εντόμων) στο οποίο φυλάσσεται το σπέρμα του αρσενικού μέχρι να γονιμοποιηθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.