σούπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούπα οι σούπες
      γενική της σούπας
    αιτιατική τη σούπα τις σούπες
     κλητική σούπα σούπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σούπα < (άμεσο δάνειο) βενετική supa < γαλλική soupe [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsu.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σούπα

Ουσιαστικό

Ένα πιάτο σούπα.

σούπα θηλυκό

  1. (φαγητά) ρευστό ή παχύρρευστο φαγητό που παρασκευάζεται από ζωμό κρέατος, πουλερικού, ή ψαριού, ή λαχανικών που έχουν βράσει. Σερβίρεται σε βαθιά πιάτα και τρώγεται με κουτάλι.
  2. (προφορικό) κάθε τροφή που ρευστοποιείται
    χτύπησε τόσο το γιαούρτι, που έγινε σούπα στο τέλος
  3. (προφορικό, λαϊκότροπο) καθετί που είναι χαλαρό, ανιαρό και χωρίς συνοχή
    η ταινία ήταν σούπα

Συγγενικά

Σύνθετα

τρόπος παρασκευής σούπας:

άλλα είδη σουπών:

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.