συνοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοχή οι συνοχές
      γενική της συνοχής των συνοχών
    αιτιατική τη συνοχή τις συνοχές
     κλητική συνοχή συνοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοχή (κράτημα μαζί) < συνέχω
Για τη σημασία στη φυσική: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cohésion.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.noˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνοχή

Ουσιαστικό

συνοχή θηλυκό

  1. η σύνδεση, η συνέχεια, χωρίς κενά
    συνοχή λόγου
  2. η ενωτική συμπεριφορά μελών μιας ομάδας.
    συνοχή ομάδας
    κοινωνική συνοχή
  3. (φυσική) η ιδιότητα της ύλης: η ελκτική δύναμη μεταξύ των μορίων

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • συνοχέας

 και δείτε τη λέξη συνέχω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνοχή αἱ συνοχαί
      γενική τῆς συνοχῆς τῶν συνοχῶν
      δοτική τῇ συνοχ ταῖς συνοχαῖς
    αιτιατική τὴν συνοχήν τὰς συνοχᾱ́ς
     κλητική ! συνοχή συνοχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνοχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συνοχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοχή < συνέχομαι

Ουσιαστικό

συνοχή θηλυκό

  1. συγκράτηση, κράτημα με το χέρι
  2. σημείο συνάντησης ή επαφής (π.χ. δρόμων)
  3. συνέχεια, συνοχή
  4. συμπλοκή, εμπλοκή σε μάχη
  5. (ελληνιστική κοινή)
    1. καταναγκασμός, άγχος
    2. φυλάκιση ή εγκλεισμός, απομόνωση
    3. παγίδα

  • αττικός τύπος: ξυνοχή

Συγγενικά

  • συνοχηδόν
  • συνοχεύς
  • συνοχηΐς
  • συνοχικός
  • συνοχμάζω
  • συνοχμός, συνεοχμός
  • σύνοχος

 και δείτε τη λέξη συνέχω

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.