μπουγιαμπέσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουγιαμπέσα | οι | μπουγιαμπέσες |
| γενική | της | μπουγιαμπέσας | — | |
| αιτιατική | την | μπουγιαμπέσα | τις | μπουγιαμπέσες |
| κλητική | μπουγιαμπέσα | μπουγιαμπέσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουγιαμπέσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bouillabaisse (προφορά: /bu.ja.bɛs/) + -α

Σκεύος με μπουγιαμπέσα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /bu.ʝaˈbe.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐για‐μπέ‐σα
Μεταφράσεις
μπουγιαμπέσα
|
|
Πηγές
- μπουγιαμπέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.