μπορς
Νέα ελληνικά
(el)
ένα πιάτο
μπορς
Ετυμολογία
μπορς
<
ρωσική
борщ
ή
ουκρανική
борщ
Ουσιαστικό
μπορς
ουδέτερο
άκλιτο
(
γαστρονομία
)
είδος
σούπας
λαχανικών συνήθως με
παντζάρια
Συνώνυμα
παντζαρόσουπα
μπορς
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
μπορς
αγγλικά
:
borscht
(en)
γαλλικά
:
bortsch
(fr)
,
borsch
(fr)
,
bortch
(fr)
πολωνικά
:
barszcz
(pl)
ρωσικά
:
борщ
(ru)
(
borshch, borś
)
τσεχικά
:
boršč
(cs)
φινλανδικά
:
borssi
(fi)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.