σουπιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουπιέρα οι σουπιέρες
      γενική της σουπιέρας
    αιτιατική τη σουπιέρα τις σουπιέρες
     κλητική σουπιέρα σουπιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουπιέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική supiera < γαλλική soupière. Μορφολογικά, σούπ(α) + -ιέρα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈpçe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουπιέρα

Ουσιαστικό

σουπιέρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.