μαγειρίτσα

Νέα ελληνικά (el)

Ένα πιάτο με μαγειρίτσα (σούπα)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγειρίτσα οι μαγειρίτσες
      γενική της μαγειρίτσας
    αιτιατική τη μαγειρίτσα τις μαγειρίτσες
     κλητική μαγειρίτσα μαγειρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγειρίτσα < μαγειρ(ιά) + -ίτσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ʝiˈɾi.t͡sa/

Ουσιαστικό

μαγειρίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.