ανεμόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεμόσουπα | οι | ανεμόσουπες |
| γενική | της | ανεμόσουπας | — | |
| αιτιατική | την | ανεμόσουπα | τις | ανεμόσουπες |
| κλητική | ανεμόσουπα | ανεμόσουπες | ||
| Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεμόσουπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεμόσουπα (όψιμη μεσαιωνική)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (άνεμος) ανεμό- + -σουπα.[2]
Ουσιαστικό
ανεμόσουπα θηλυκό (δημοτική)
- (γαστρονομία) ζεστή σούπα με μόνα υλικά ψωμί και νερό [3]
- ※ Δεν τους δίνανε πια παρά μιαν ανεμόσουπα (ξεροκόμματα σε βραστό νερό), χαρούπια και βελάνια
- Παντελής Πρεβελάκης, Ο ήλιος του θανάτου, 1957 [μυθιστόρημα]
- ※ Δεν τους δίνανε πια παρά μιαν ανεμόσουπα (ξεροκόμματα σε βραστό νερό), χαρούπια και βελάνια
Συνώνυμα
- ψωμόσουπα
Μεταφράσεις
ανεμόσουπα
|
|
Αναφορές
- σελ. 17 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
- ανεμόσουπα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.